μόστρα — η (Μ μόστρα και μούστρα) μικρή ποσότητα εμπορεύματος η οποία αποστέλλεται ή προσκομίζεται ως δείγμα νεοελλ. 1. γυάλινη προθήκη εμπορικού καταστήματος, στην οποία τοποθετούνται δείγματα τών εμπορευμάτων που πωλούνται, βιτρίνα 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
mustră — MÚSTRĂ2 s.f. v. mostră. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MÚSTRĂ1, mustre, s.f. (înv. şi pop.) Exerciţiu militar; instrucţie; manevră. [var.: mústru, múştru s.n.] – Din pol … Dicționar Român
βιτρίνα — η (λ. γαλλ.) 1. η προθήκη καταστήματος, η μόστρα: Η διακόσμηση βιτρίνας μαγαζιού έχει γίνει τέχνη. 2. μτφ., κάτι που το προβάλλουμε για διαφήμιση η επίδειξη: Η ευγένεια των τρόπων του είναι μόνο μια βιτρίνα, για να κρύψει τον παλιοχαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)